Ψυχαῖς

Ψυχαῖς
Ψυχή
life
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχαῖς — ψῡχαῖς , ψυχή life fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δελεαστικός — ή, ό (AM δελεαστικός, ή, όν) [δελεάζω] ικανός ή κατάλληλος να δελεάσει, να εξαπατήσει (α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῑς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες) …   Dictionary of Greek

  • ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… …   Dictionary of Greek

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • καχεκτώ — (ΑΜ καχεκτῶ, έω) [καχέκτης] είμαι καχεκτικός, βρίσκομαι σε κακή σωματική κατάσταση αρχ. φρ. «καχεκτοῡντες ταῑς ψυχαῑς διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας» είναι δυσαρεστημένοι εξαιτίας τών λόγων που αναφέρθηκαν προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • μοιχώ — μοιχῶ, άω (ΑΜ [μοιχός] 1. μοιχεύω 2. είμαι άπιστος προς τον θεό, απιστώ αρχ. 1. ερωτοτροπώ, έχω τρυφερότητες, «ζαχαρώνω» ή, κατ άλλους, σφετερίζομαι την εξουσία κάποιου με δόλιο και πανούργο τρόπο («Κόνωνι δὲ εἶπεν ότι παύσει αὐτὸν μοιχῶντα τὴν… …   Dictionary of Greek

  • οικειώ — οἰκειῶ, όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [οικείος] 1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.) 2. μέσ. οἰκειοῡμαι, όομαι α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ …   Dictionary of Greek

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”